«Θυμάσαι τί ωραία περνούσαμε κάποτε;» «Αχ, αυτές ήταν καλές εποχές». Αυτές είναι οι πιο συνηθισμένες ατάκες που ακούγονται πλέον, όπου βρεθείς και όπου σταθείς. Τις ακούς από ανθρώπους διαφόρων ηλικιών από 30 και πάνω.
Έτυχε πρόσφατα να καθίσω σε μία καφετέρια και στη διπλανή παρέα ήταν τρία άτομα που είχαν βγει να πιουν έναν καφέ, στις τελευταίες μέρες με ήλιο για το 2017. Πραγματικά νόμιζα ότι τηλεμεταφέρθηκα σε μία άλλη εποχή. Οι μισές προτάσεις τους άρχιζαν με τη λέξη θυμάσαι. Όποια δε ξεκινούσε με το θυμάσαι, τελείωνε σε αχ.
Σχεδόν δύο ώρες συζήτησης αναλώθηκαν σε καταστάσεις που είχαν ζήσει στο παρελθόν, τί είχαν κάνει, πόσο ωραία είχαν περάσει και πως αυτές οι εποχές πέρασαν ανεπιστρεπτί. Πραγματικά, τέτοια άρνηση δεν έχω δει ούτε σε κηδείες που φωνάζουν, αποκλείεται να έχει γίνει αυτό, ενώ ο άνθρωπος είναι εκεί μπροστά τους. Πραγματικά αισθάνομαι ότι ο λαός αυτής της χώρας βιώνει μία συλλογική κατάθλιψη. Βρίσκεται σε μία συλλογική άρνηση και δε θέλει να δει την πραγματικότητα.
Βάσει του μοντέλου της ψυχιάτρου Elizabeth Kubler-Ross υπάρχουν πέντε στάδια αποδοχής του θανάτου. Ξεκινώντας από την άρνηση, περνώντας στο θυμό, τη διαπραγμάτευση, την κατάθλιψη και τέλος την αποδοχή, ένας ασθενής πρέπει να περάσει από όλα έτσι ώστε να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού λαού φαίνεται πως τα τελευταία επτά χρόνια βρίσκεται στην άρνηση και απέχει πολύ ακόμη από το στάδιο της αποδοχής.
Η οικονομική δυσχέρεια και το πλήθος των ψυχολογικών προβλημάτων που την ακολουθούν, έχει κατακλύσει τον κόσμο. Αυτό δε σημαίνει ότι τα ψυχολογικά θέματα που υπήρχαν προέκυψαν από την οικονομική κρίση.
Απλά, με την έλλειψη χρημάτων, αυτά βγήκαν στην επιφάνεια. Όταν μπορούσες να πεταχτείς μέχρι το Λονδίνο για να κάνεις τα ψώνια σου, για το Σαββατοκύριακο, μπορούσες εύκολα να ξεχάσεις τα πιο βαθιά σου θέματα. Πλέον όμως που δε μπορείς να πεταχτείς ούτε μέχρι την παραλία για έναν καφέ την Κυριακή, πρέπει να τα διαχειριστείς, κι αυτό είναι δυσκολότερο.
Πραγματικά είναι λες και αυτή η χώρα έχει κάνει σπασμωδικές κινήσεις για να επιστρέψει στην δεκαετία του 1990. Σαν να γίνεται μια συλλογική προσπάθεια αποφυγής της κατάστασης.
Σύσσωμα τα media της χώρας αναβιώνουν εκπομπές από προηγούμενες δεκαετίες. Μία ολόκληρη δεκαετία τώρα, βλέπω τις ίδιες σειρές στα κανάλια, τα ίδια τηλεπαιχνίδια και τα ίδια πρόσωπα. Ο απλός κόσμος εξακολουθεί να αρνείται την κατάσταση, κολλημένος σε παλιά μεγαλεία.
Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτα από παλιές ελληνικές επιτυχίες. Ξαναζούμε σε posts καθημερινά την Eurovision του 2005, το Euro και την ολυμπιάδα του 2004 και πάμε πίσω μέχρι και το Eurobasket του 1987. Ταυτόχρονα, σε όλη την Ευρώπη, ελληνικοί σύλλογοι χορεύουν Ζορμπά γιατί το χαμένο ελληνικό πνεύμα φτάνει μέχρι το 1964 και ακόμη πιο πίσω γιατί πιστεύουμε ότι ο μόνος τρόπος να τους θυμίσουμε ποιοί είμαστε, είναι να πάμε πίσω. Στα ίδια.
Αρνούμαστε να δούμε ότι η κατάσταση δε θα είναι ποτέ ξανά η ίδια και ότι αν προσπαθούμε να την επαναφέρουμε στην προηγούμενη κατάσταση, απλά θα φάμε ξανά τα μούτρα μας.
Σε μία πρόσφατη συζήτηση με μία πελάτισσα, τη ρώτησα τί θα ήθελε να αλλάξει και η απάντηση της ήταν αποστομωτική. «Θα ήθελα να γίνουν όλα όπως πριν, χωρίς να κάνω κάτι». Μα έκανες κάτι! Και ότι κι αν ήταν αυτό που έκανες, αυτό σε έφερε εδώ, σε αυτή την κατάσταση. Συνεπώς, πώς θες να γυρίσεις πίσω;
Ο Walter Brandon Cannon, φυσιολόγος με έδρα στο τμήμα φυσιολογίας της ιατρικής σχολής του Harvard, περιέγραψε το 1915 τη θεωρία της φυγής ή της πάλης (Flight or fight). Περιέγραψε και κάτι ακόμα όμως, που οι περισσότεροι δεν αναφέρουν.
Πέρα από αυτές τις δύο καταστάσεις, υπάρχει και το πάγωμα (Freeze). Είναι μία διαδικασία που την υιοθετούν πολλά ζώα σε καταστάσεις μεγάλου στρες. Τα περιστέρια ξαπλώνουν και κάνουν τα νεκρά όταν δουν κάποιο μεγάλο αρπακτικό να πετά από πάνω τους, με την ελπίδα ότι θα τα αγνοήσει γιατί είναι ήδη ψόφια. Το ίδιο κάνουν και πολλά έντομα.
Κάπου σε αυτό το στάδιο βρίσκεται και ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. Αρκετά χρόνια τώρα έχει παγώσει και περιμένει να δει κάποια αλλαγή, για να ξεπαγώσει. Μήπως να βγούμε από αυτή την άρνηση και να δούμε τα πράγματα έτσι ακριβώς όπως είναι;
Μήπως ήρθε η ώρα να πάρει ο καθένας μας την ευθύνη του εαυτού του στα χέρια του και να μην περιμένει από κανέναν άλλο τη σωτηρία;